- σεραφικός
- -ή, -ό / σεραφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σεραφ(ε)ίμ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σεραφίμ2. αυτός που προσιδιάζει σε σεραφίμ, αγγελικός.επίρρ...σεραφικῶς Μόπως τα σεραφίμ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μποναβεντούρα — (Bonaventura, Βιτέρμπο 1221 – Λιόν 1274). Θεολόγος, άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ο Μ. (κοσμικό όνομα Τζοβάνι ντε Φιντάντσα Μπανιορέτζο) κατατάχτηκε το 1243 στο τάγμα των Φραγκισκανών, ενώ συγχρόνως σπούδαζε θεολογία στο… … Dictionary of Greek